-
1 ἐπι-νηνέω
ἐπι-νηνέω, = ἐπινέω 2, νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον, sie häuften die Leichen auf den Scheiterhaufen, Il. 7, 428. 431; womit überhäufen, beladen, ἅμαξαν φρυγάνων Her. 4, 62, v. l. für ἐπινέω.
-
2 νηνέω
-
3 ἐπινηνέω
ἐπι - νηνέω (νέω, νηέω): heap up upon; νεκροὺς πυρκαϊῆς, Il. 7.428 and 431.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπινηνέω
-
4 ἐπινηνέω
ἐπι-νηνέω, νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον, sie häuften die Leichen auf den Scheiterhaufen; womit überhäufen, beladen -
5 επινηνεω
-
6 ἐπικινέω
A f.l. for ἐπινέω (B) or - νηνέω (q.v.), lamb.VP 3.17:—[voice] Pass., to be moved,ὀσφὺς -κινεῖται Luc.Asin.6
; gesticulate at a thing. v.I. Epict.Ench.33.10: metaph., to be moved, zealous, ; also, to be moved to passion, τοὺς οὐδ' ἐπικινηθῆναιδυναμένους Phld.Piet.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικινέω
См. также в других словарях:
επινηνέω — ἐπινηνέω (Α) συσσωρεύω («οἱ δὲ σιωπῇ νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νηνέω «συσσωρεύω». Πρόκειται μάλλον για παρεφθαρμένο τ. τού νηέω, παράλλ. αρχαιότερο τ. τού νέω (II) «συσσωρεύω»] … Dictionary of Greek
νηέω — και δωρ. τ. ναέω (Α) (επκ. εκτετ. τ.) 1. επισωρεύω, στοιβάζω, σωριάζω («ἐπ αὐτῶν νήησαν ξύλα πολλά», Ομ. Οδ.) 2. (γενικά) συσσωρεύω 3. (και το μέσ.) φορτώνω, γεμίζω («νῆα ἅλις χρυσοῡ καὶ χαλκοῡ νηησάσθω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek